«Είθε η Ελληνική γλώσσα, να γίνει κοινή όλων των λαών» – Βολταίρος
Με την ευκαιρία της Παγκόσμιας Ημέρας Ελληνικής Γλώσσας, η οποία εορτάζεται κάθε 9η Φεβρουαρίου, ημέρα μνήμης του εθνικού μας ποιητή Διονύσιου Σολωμού, θα ήθελα να θέσω ένα ουσιαστικό ζήτημα παιδείας και εκπαίδευσης σχετικά με την ανάγκη περαιτέρω μελέτης της συμβολής της Αρχαίας Ελληνικής γλώσσας στη διαμόρφωση του λεξιλογίου, της γραμματικής και του συντακτικού των σύγχρονων ινδοευρωπαϊκών γλωσσών. Μια τέτοια εκτεταμένη μελέτη, μέσω μιας αναθεωρημένης προσέγγισης της συγκριτικής γλωσσολογίας, έχει ως στόχο την περαιτέρω ανάδειξη του εύρους και του πλούτου της γλώσσας μας, αλλά και την ταχύτερη εκμάθηση και την καλύτερη κατανόηση των σύγχρονων ευρωπαϊκών γλωσσών από όλους, τόσο από τους ίδιους τους λαούς που τις μιλούν, όσο, κυρίως, από τους Έλληνες.
Η ανάγκη περαιτέρω μελέτης του τρόπου εξέλιξης της Αρχαίας Ελληνικής γλώσσας στη σύγχρονη εποχή εδράζεται στο γεγονός ότι σημαντικό ποσοστό του λεξιλογίου των ευρωπαϊκών γλωσσών προέρχονται στην πραγματικότητα και από την Ελληνική, από ρίζες οι οποίες συναντώνται τόσο στην κλασική αρχαία ελληνική γλώσσα, όσο στα Ομηρικά έπη και ακόμα νωρίτερα στην Μυκηναϊκή και ενδεχομένως και την Πρωτοελληνική περίοδο και δεν προέρχονται μόνο από την πρωτο-ρομανική ή τη λατινική ή απευθείας από την πρωτο-ινδοευρωπαϊκή χωρίς να έχουν επηρεαστεί από την ελληνική, όπως ενίοτε παρουσιάζεται. Ο δε αριθμός τους και οι κατηγορίες τους ξεπερνούν κατά πολύ τις λέξεις οι οποίες, κατά την διαδεδομένη ως σήμερα αντίληψη, προέρχονται από την Ελληνική.
Ενίοτε υπάρχουν περιπτώσεις στις οποίες, αν και για τον γνώστη των Αρχαίων Ελληνικών η συσχέτιση με τα ελληνικά είναι προφανής, στην πλειοψηφία των λεξικών των γλωσσών αυτών, η ετυμολογία των λέξεων ανάγεται συνήθως έως και την κλασική λατινική γλώσσα και δεν αναφέρεται, ούτε κάποια πρωτο-ρομανική λέξη ή λέξη της δημώδους λατινικής, ούτε η ελληνική ρίζα των λέξεων αυτών. Πεπερασμένος μόνο αριθμός λέξεων, ιδίως λέξεις που σχετίζονται με την πολιτική, την ιατρική και τις άλλες επιστήμες, ή είναι σύνθετες με γνωστές ελληνικές λέξεις, προθέσεις και διφθόγγους αναγνωρίζονται από το ευρύ κοινό ως ελληνικές, αγνοώντας ότι και άλλες απλές, βασικές, καθημερινές λέξεις του λεξιλογίου άλλων γλωσσών είναι, ομοίως, ελληνικής προέλευσης.
Σε αυτό το συμπέρασμα οδηγήθηκα μελετώντας η ίδια την Αρχαία Ελληνική, τα νέα ελληνικά και τέσσερις ξένες γλώσσες, την αγγλική, τη γαλλική, τη γερμανική και την ισπανική, και, ουκ λίγες φορές, αναρωτιόμουν γιατί οι αναφορές των λεξικών των ξένων γλωσσών, εκτός εξαιρέσεων, σταματούσαν στη λατινική. Γιατί άραγε αναφέρεται στα λεξικά ότι η αγγλική λέξη «home» προήλθε από την γερμανική και αρχαία αγγλική λέξη «ham» και δεν ανατρέχουν ακόμα παλαιότερα στην ελληνική λέξη «κώμη» δηλαδή οικισμός από την οποία, με τις ανάλογες φωνητικές μεταβολές, φέρεται ότι προήλθε η λέξη «home»; Ή γιατί, ακόμα και αν γίνεται η σωστή αναφορά στην ετυμολογία στα λεξικά, εμείς οι Έλληνες δεν διδασκόμαστε τις ξένες γλώσσες βάσει και της ετυμολογίας τους που ανάγεται στη δική μας γλώσσα ή έστω έχει κοινή καταγωγή με την δική μας γλώσσα; Θα μάθουμε ως «ξένη» την ισπανική λέξη «aula» που σημαίνει «αίθουσα», αν όχι ως προερχόμενη από την ελληνική λέξη «αυλή», καθώς και εκατοντάδες άλλα ανάλογα παραδείγματα.
Η κρατούσα αντίληψη είναι ότι οι περισσότερες ινδοευρωπαϊκής καταγωγής γλώσσες προέρχονται από την λατινική, χωρίς να αναρωτηθεί κανείς από πού προέρχεται σε σημαντικό βαθμό η λατινική γλώσσα. Στη δημιουργία της λατινικής γλώσσας, η Αρχαία Ελληνική συνέβαλε τα μέγιστα και για αυτό η ανάλυση αυτών των γλωσσών πρέπει να αναθεωρηθεί. Η δε αναγωγή όλων αυτών των λέξεων στην πρωτο-ινδο-ευρωπαϊκή καταγωγή τους και η ανεξάρτητη μεταξύ τους ανάπτυξη των πρωτο-γλωσσών εκ παραλλήλου και όχι σε συσχετισμό με την πρωτο-ελληνική και τα επόμενα στάδια εξέλιξης της Αρχαίας Ελληνικής γλώσσας μάλλον παραγνωρίζουν τον παράγοντα «χρόνο». Το ποια δηλαδή γλώσσα προηγήθηκε χρονικά και ενδεχομένως επηρέασε και τις θεωρούμενες ως «πρότυπες» λέξεις των γλωσσών αυτών. Ας σημειωθεί δε ότι αυτές οι πρώιμες μορφές των γλωσσών δεν έχουν καταγραφεί κάπου, έτσι ώστε να αποδεικνύονται η ορθότητα των ετυμολογιών που παρουσιάζουν στην λεπτομέρειά τους. Αντιθέτως, στηρίζονται σε αρκετό βαθμό σε υποθέσεις οι οποίες αφήνουν περιθώριο λάθους.
Σε κάθε περίπτωση, και πέραν από την αναφορά στις πρωτογενείς γλώσσες, κατά την, περιορισμένη, ομολογώ, μελέτη μου, υπάρχουν ενδείξεις ότι η Αρχαία Ελληνική γλώσσα συνέβαλε πολύ περισσότερο στην εξέλιξη των σύγχρονων ευρωπαϊκών γλωσσών από ότι ως σήμερα η παγκόσμια κοινή γνώμη αντιλαμβάνεται και από ότι διδασκόμαστε στα σχολεία μας οι Έλληνες. Και εξ αυτού, η πρώτη πρότασή μου συνίσταται στην προτροπή του να διδασκόμαστε τις ξένες γλώσσες, με διαφορετική μέθοδο διδασκαλίας, η οποία να στηρίζεται στον συσχετισμό αυτών των μεθόδων με την Ελληνική γλώσσα. Ενδεικτική μέθοδος διδασκαλίας ξένης γλώσσας με αναφορά προς την Ελληνική αποτελεί η «Μέθοδος Ελληνο-Γερμανικού Συσχετισμού» του καθ. Αργυροηλιόπουλου, η οποία αναφέρεται ιδίως στο συσχετισμό της επίσημης γερμανικής γλώσσας (“Hochdeutch») με την γραμματική και το συντακτικό της Αρχαίας Ελληνικής. Στο Υπουργείο Παιδείας, το Υπουργείο Εξωτερικών ή και το Υπουργείο Πολιτισμού έγκειται η υποχρέωση να οργανώσουν πρόγραμμα με σκοπό την μελέτη των λεξικών των ινδοευρωπαϊκών τουλάχιστον γλωσσών εκ νέου και να παρουσιάσουν, αν όντως βρουν σχετικά στοιχεία, συμπληρωματικές αναφορές στην Αρχαία Ελληνική γλώσσα. Με αυτά τα επικαιροποιημένα λεξικά και διδακτικά εγχειρίδια θα μπορέσουμε ευκολότερα να διδασκόμαστε τις ξένες γλώσσες εμείς οι Έλληνες.
Μάλιστα, είναι σημαντικό, και εδώ έγκειται η δεύτερη πρότασή μου προς το Υπουργείο Παιδείας, ως Έλληνες να διδασκόμαστε όχι μόνο μία-μία και ξεχωριστά τις «ξένες» αυτές γλώσσες, αλλά να τις διδασκόμαστε και παράλληλα, οριζοντίως. Γνωρίζοντας την ελληνική λέξη «νυξ» και «νύχτα», μπορείς εύκολα να καταλάβεις και να μάθεις, σε ένα μάθημα, σε μία ώρα διδασκαλίας, τις αντίστοιχες λέξεις στις ευρωπαϊκές γλώσσες: Η γαλλική λέξη «nuit» και ομοίως στα αγγλικά «night» ή στα ισπανικά «noche», στα ιταλικά «note», στα πορτογαλικά «noite» και στα γερμανικά «Nachte”, στα ολλανδικά «nacht» κ.ο.κ., καθώς έχουν σαφώς συνάφεια. Αν δεν διδάξουμε με αυτόν τον τρόπο τις «ξένες» γλώσσες στα παιδιά μας, θα τους αποστερήσουμε, όπως αποστερηθήκαμε και εμείς, τον πλούτο και την κληρονομιά της γλώσσας μας, που πράγματι είναι ανεξάντλητη.
Ως εκ τούτου, είναι ιδιαίτερα σημαντικό να μελετηθεί περαιτέρω ο τρόπος εξέλιξης και συμβολής της γλώσσας μας στη διαμόρφωση άλλων γλωσσών, καθώς αυτός δεν έχει αποτυπωθεί πλήρως. Η γνώση αυτή θα πρέπει εν συνεχεία να αποτελέσει τη βάση, ώστε οι Έλληνες να μαθαίνουν τις ινδοευρωπαϊκές γλώσσες σε συσχετισμό με την αρχαία ελληνική και την νέα ελληνική γλώσσα τόσο σε επίπεδο λεξιλογίου όσο και γραμματικής και συντακτικού από τη δευτεροβάθμια ήδη εκπαίδευση, και όχι να τις διδασκόμαστε ως εντελώς ξένες γλώσσες. Οι ευρωπαϊκές γλώσσες είναι εξέλιξη της κοινής ινδο-ευρωπαϊκής και σε μεγάλο ποσοστό της ίδιας της Ελληνικής γλώσσας και μέσα από αυτή την εξέλιξη πρέπει να τις διδασκόμαστε, να τις απολαμβάνουμε και κυρίως να ασκούμε τη δημιουργική μας σκέψη και να διευρύνουμε τους πνευματικούς μας ορίζοντες.
Με αφορμή λοιπόν την Παγκόσμια Ημέρα για την Ελληνική Γλώσσα, προτρέπω την Ελληνική Πολιτεία, να ξεκινήσει νέο σχετικό ερευνητικό πρόγραμμα και να συνταχθούν εκ νέου λεξικά και μέθοδοι διδασκαλίας των ινδοευρωπαϊκών γλωσσών με βάση την ιστορική τους εξέλιξη και τον ορθότερο συσχετισμό με τις ελληνικές ρίζες τους, τουλάχιστον, για την διδασκαλία αυτών προς τους Έλληνες.